См. также в других словарях:
δμητήρ — δμητήρ, ο (θηλ. δμήτειρα) (Α) [δάμνημι] δαμαστής (α. «δμητὴρ ἵππων» β. «νὺξ δμήτειρα θεῶν» η νύχτα που δαμάζει, κατευνάζει ακόμη και τους θεούς) … Dictionary of Greek
δμητήρ — δμητήρ, ο (θηλ. δμήτειρα) (Α) [δάμνημι] δαμαστής (α. «δμητὴρ ἵππων» β. «νὺξ δμήτειρα θεῶν» η νύχτα που δαμάζει, κατευνάζει ακόμη και τους θεούς) … Dictionary of Greek